- άβρωμος
- η , ο не зловонный; не вонючий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄβρωμος — free from smell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρωμον — ἄβρωμος free from smell masc/fem acc sg ἄβρωμος free from smell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρώμους — ἄβρωμος free from smell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβρώμων — ἄβρωμος free from smell masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρωμα — ἄβρωμος free from smell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρωμοι — ἄβρωμος free from smell masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek